
Στην παραλιακή ζώνη του Βροντάδου, εκεί όπου η θάλασσα ενώνεται με την ιστορία του νησιού, στέκεται αγέρωχος ο Αφανής Ναύτης, ένα από τα πιο συμβολικά μνημεία της Χίου. Το γλυπτό έργο του σπουδαίου Χιώτη γλύπτη Θανάση Απάρτη αποτελεί φόρο τιμής σε όλους εκείνους που δούλεψαν, έζησαν και χάθηκαν στη θάλασσα, μακριά από τη δόξα και τη δημοσιότητα.
Η ιστορία του αγάλματος ξεκινά στα μέσα της δεκαετίας του 1950, όταν μία ομάδα Χίων –μεταξύ αυτών και ο στενός φίλος του καλλιτέχνη, Μικές Παϊδούσης– προχώρησε στην πρωτοβουλία δημιουργίας ενός μνημείου για τον ναυτικό του Βροντάδου. Επικεφαλής της προσπάθειας τέθηκε ο τότε Δήμαρχος του Βροντάδου, ο οποίος και ανέλαβε την επίσημη παραγγελία του έργου, με στόχο όχι μόνο την ανάδειξη της ναυτικής ταυτότητας του τόπου, αλλά και την ενδεχόμενη επιστροφή του Απάρτη από το Παρίσι, όπου είχε αυτοεξοριστεί απογοητευμένος από την καλλιτεχνική πραγματικότητα της Ελλάδας.
Τα πρώτα προπλάσματα του έργου έφθασαν στη Χίο τον Ιανουάριο του 1955, γεγονός που φανερώνει πως η ανάθεση είχε γίνει ήδη από το 1953 ή το πολύ το 1954. Το σχέδιο και η μακέτα ολοκληρώθηκαν στο εργαστήριο του γλύπτη στο Παρίσι. Ωστόσο, η καθυστέρηση στην εκτέλεση του έργου οδήγησε τον Απάρτη τον Μάιο του 1955 να ξεκινήσει προσωπική αλληλογραφία με φίλους του στη Χίο, πιέζοντας για την πρόοδο των διαδικασιών. Το έργο τελικά πήρε τον δρόμο της υλοποίησης και το φθινόπωρο του 1957, υπό την προσωπική επίβλεψη του γλύπτη, ολοκληρώθηκε η κατασκευή του βάθρου και η τοποθέτηση του αγάλματος. Τα αποκαλυπτήρια έγιναν το καλοκαίρι του 1958.
Το μνημείο συνίσταται σε δύο βάσεις: μία ορθογώνια κατασκευή από οπλισμένο σκυρόδεμα με κομμένες γωνίες και, επ’ αυτής, μία λιθόκτιστη κατασκευή σε σχήμα πλώρης πλοίου. Πάνω στέκει ο ανδριάντας ενός ναύτη, σε φυσικό μέγεθος μεγαλύτερο του ανθρώπινου, με το βλέμμα στραμμένο προς την ακτή.
Η φιγούρα αποπνέει στατικότητα, μα όχι αδράνεια. Ο ώριμος άνδρας που απεικονίζεται στέκει με σταθερότητα και ισορροπία, φορώντας ναυτικό πηλίκιο, βαρύ πουλόβερ και αδιάβροχα υποδήματα. Στο δεξί του χέρι κρατά τυλιγμένο ένα καραβίσκοινο, ενώ με το αριστερό του χέρι το ξεδιπλώνει από την κουλούρα που ακουμπά στο έδαφος, ανάμεσα στα πόδια του. Η λεπτομέρεια αυτή δεν είναι τυχαία: η στιγμή που αποδίδεται είναι εκείνη της κρίσιμης ετοιμότητας, όταν το πλοίο πλησιάζει τη στεριά και ο ναύτης ετοιμάζεται να ρίξει το σχοινί στη στερνά. Παρά την ακινησία του σώματος, η ένταση της στιγμής είναι διάχυτη.
Ιδιαίτερη σημασία έχει το γεγονός ότι ο Απάρτης επιλέγει να μη δώσει φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά στο πρόσωπο. Ο Αφανής Ναύτης δεν είναι ένα υπαρκτό πρόσωπο, αλλά ένα σύμβολο – μία εικαστική αναπαράσταση του γενικού και του συλλογικού, του ήρωα της εργασίας στη θάλασσα. Ανήκει σε εκείνη τη σειρά έργων που αναδεικνύουν την καθημερινή ηρωικότητα του απλού ανθρώπου, που παλεύει με τα στοιχεία της φύσης για το μεροκάματο.
Η καλλιτεχνική αξία του έργου επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι δύο χρόνια μετά, το 1959, ο Δήμος Καρδαμύλων ανέθεσε στον ίδιο καλλιτέχνη τη φιλοτέχνηση ενός δεύτερου Αφανούς Ναύτη, αυτήν τη φορά αφιερωμένου στον Καρδαμυλίτη ναυτικό. Το έργο ολοκληρώθηκε το 1960 και, όπως είναι φυσικό, παρουσιάζει έντονη τεχνοτροπική συγγένεια με το άγαλμα του Βροντάδου, καθώς τα δύο έργα σχεδιάστηκαν με χρονική εγγύτητα και από τον ίδιο δημιουργό.
Το μνημείο του Αφανούς Ναύτη στον Βροντάδο δεν αποτελεί απλώς ένα καλλιτεχνικό έργο υψηλής αισθητικής. Αποτελεί έναν σιωπηλό φρουρό της ναυτικής μνήμης της Χίου και ένα σύμβολο που αναδεικνύει την ιστορική και κοινωνική ταυτότητα του τόπου, τιμώντας εκείνους που έζησαν και χάθηκαν στο υγρό στοιχείο, χωρίς όνομα, χωρίς αναγνώριση, αλλά με βαθύ αποτύπωμα στην ψυχή του νησιού.
made with in Chios