Αρχαιολογικό μνημείο

Εικονική περιήγηση στον Άγιο Γεώργιο Συκούση

Η βυζαντινή εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στον οικισμό του Αγίου Γεωργίου Συκούση στην κεντρική Χίο είναι μνημείο γνωστό στη διεθνή βιβλιογραφία.

Η ελληνική Πολιτεία μερίμνησε για την καταγραφή και τη δημοσίευσή του αμέσως μετά την απελευθέρωση του νησιού της Χίου από τους Οθωμανούς το 1912.

Το έτος 1918 ο θεολόγος Γεώργιος Σωτηρίου, απεσταλμένος του Υπουργείου Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως, έφθασε στη Χίο για να εντοπίσει και να παρουσιάσει στην επιστημονική κοινότητα τα σημαντικότερα χριστιανικά μνημεία του νησιού.

Στο Παράρτημα του περιοδικού της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, στο ΄Αρχαιολογικόν Δελτίον, παραδόθηκε λεπτομερής περιγραφή και κάτοψη του μνημείου. Λϊγα χρόνια αργότερα, ο Αναστάσιος Ορλάνδος, η εμβληματική μορφή των ελληνικών αναστηλώσεων και της ελληνικής αρχαιολογικής επιστήμης, αποτύπωσε τους σημαντικότερους βυζαντινούς ναούς της Χίου, μεταξύ των άλλων και τον ΄Αγιο Γεώργιο.

Ο ναός προστατεύθηκε από την ελληνική Νομοθεσία με τον Κωδικοποιημένο Νόμο 5351/1932 «Περί Αρχαιοτήτων» και τον χαρακτηρισμό του ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο το έτος 1959 (ΦΕΚ 92/Β.9.3.1959). Για λόγους αποτελεσματικότερης προστασίας του, το έτος 1965 ορίστηκε γύρω του ζώνη μορφολογικού ελέγχου.

Η ώρα για την αποκατάστασή του ήρθε πέντε δεκαετίες αργότερα: το 2012 άρχισε η αποκατάσταση των στεγών του ναού με πρωτοβουλία του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου και δωρεά ιδιώτη για την κάλυψη της δαπάνης.

Ο κ. Νικόλαος Χ. Βαφειάς, καταγόμενος από τον οικισμό του Αγίου Γεωργίου Συκούση και δραστηριοποιούμενος στον χώρο της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας, προσέφερε γενναιόδωρα για το πρώτο στάδιο της ανάδειξης του ναού.

Η ιστορία του Ναού

Στην κεντρική Χίο και πάνω σε ύψωμα που κατοπτεύει όλη την εύφορη περιοχή των Καμποχώρων και τα μικρασιατικά παράλια, είναι κτισμένο το χωριό του Αγίου Γεωργίου Συκούση. Στο ΒΑ τμήμα του χωριού βρίσκεται ο ενοριακός ναός του Αγίου Γεωργίου Περιβάλλεται από ευρύχωρο αύλειο χώρο, που καλύπτεται από εντυπωσιακά ασπρόμαυρα, βοτσαλωτά δάπεδα.

Τα παλαιά πέτρινα κτήρια στο βόρειο τμήμα της αυλής, ο πυλώνας, γνωστός ως «Σταυρός», που στέκει αποκομμένος έξω από τον σημερινό περίβολο του ναού και ο ερειπωμένος πύργος κοντά του, είναι στοιχεία που τεκμηριώνουν ότι ο ναός αποτελούσε άλλοτε το Καθολικό μοναστηριού.

Το επίμηκες καμαροσκέπαστο κτήριο με ημικυκλική κόγχη, που βρίσκεται σε ελάχιστη απόσταση από τη βόρεια πλευρά του ναού, ήταν αρχικά η Τράπεζα της μονής, που αργότερα μετασκευάστηκε σε παρεκκλήσιο, το οποίο ετιμάτο στο όνομα του αγίου Ιωάννη.

Οι πηγές σιωπούν για το πότε και από ποιους ιδρύθηκε το μοναστήρι. Είναι πάντως παλαιότερο από την πρώτη γνωστή μνεία σε αυτό στο χρυσόβουλο του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου το 1259, στο οποίο απαριθμούνται τα μετόχια της Νέας Μονής, που ως γνωστόν ιδρύθηκε με αυτοκρατορική χορηγία το 1042. Το πολύτιμο για τη μεσαιωνική τοπογραφία του νησιού κείμενο του χρυσόβουλου, αναφέρεται στο «μετόχιον τοῦ Συκέου μετά τῆς ὑπ’ αὐτό ἀρωσίμου γῆς καί νομαδιαίας…».

Για τις πηγές νερού που έρρεαν στους πρόποδες του υψώματος, όπου είχε ιδρυθεί η μονή του Sanctus Georgius de Sicosi, έγραψε στο βιβλίο του Liber Insularum Archipelagi, ο φραγκισκανός μοναχός από την Φλωρεντία Christoforus Buondelmonti. Ο περιηγητής επισκέφθηκε τη Χίο στη δεύτερη δεκαετία του 15ου αιώνα, εποχή κατά την οποία το νησί βρισκόταν κάτω από την κυριαρχία των Γενουατών. Οι αναφορές στη μονή είναι τακτικές από τις αρχές του 16ου αιώνα και μετά.

Στη διαθήκη του ο ιερομόναχος Σωφρόνιος Σέψης, που συνέταξε στις 4 Νοεμβρίου του 1518, γράφει ότι βρήκε «τόν Ἅγιο Γεώργιον τόν Συκούσην ἀμελημένον καί ἐρημωμένον» και ότι με δικές του δαπάνες «ἔκτισεν ὀσπήτια καί ἀνέστησεν τό μοναστήριον καί τά διεφθαρμένα πράγματα».

Ο Σωφρόνιος Σέψης ίδρυσε στην πραγματικότητα το χωριό του Αγίου Γεωργίου Συκούση, αφού με πυρήνα τη μονή συγκέντρωσε γεωργούς από τα γύρω χωριά με σκοπό να καλλιεργούν τα κτήματά της. Έδωσε επίσης οδηγίες στη διαθήκη του για τον διορισμό Οικονόμου που θα διαχειριζόταν τα «εἰσοδήματα τοῦ ἁγίου», ενώ όρισε επιτρόπους τρεις «εὐγενεστάτους ἂρχοντας» γενουατικής καταγωγής, που έφεραν το επώνυμο Ιουστινιάνι, δηλωτικό των μελών της εμπορικής εταιρείας Μαόνα, που κυβερνούσε τη Χίο από το 1347 έως την κατάληψή της από τους Τούρκους το 1566.

Στα μέσα του επόμενου αιώνα και συγκεκριμένα το 1640, όπως μας πληροφορεί σχετικό έγγραφο, ανέκυψε έριδα μεταξύ της Νέας Μονής και της μονής του Αγίου Γεωργίου, σχετικά με τα σύνορα των ιδιοκτησιών των δύο μοναστηριών, θέμα το οποίο τελικά διευθετήθηκε.

Δεν είναι γνωστό μέχρι πότε λειτουργούσε ο ναός ως Καθολικό ανδρικής μονής. Στην αυγή του 18ου αιώνα, το 1701, ο Γάλλος βοτανολόγος Joseph Pitton de Tournefort, αναφέρει ότι στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου εγκαταβιούν εικοσιπέντε μοναχοί, ενώ στις πηγές η τελευταία γνωστή αναφορά σε ηγούμενο της μονής είναι στα μέσα του ίδιου αιώνα. Η πνευματική και οικονομική ακμή που γνωρίζει το νησί της Χίου τον 18ο αιώνα έως και την καταστροφή της το 1822, είναι έκδηλη και στα μεγάλα έργα που έλαβαν χώρα όλη αυτήν την περίοδο.

Στο κλίμα αυτό της άνθησης εντάσσεται και η επέκταση του ναού του Αγίου Γεωργίου στις αρχές του 19ου αιώνα. Μαρμάρινη πλάκα με ανάγλυφη παράσταση του έφιππου αγίου Γεωργίου που κατατροπώνει τον δράκοντα, σώζεται πάνω από την κύρια είσοδο της δυτικής πλευράς. Η παράσταση του αγίου συνοδεύεται από την επιγραφή: Ο ΑΓΙΩΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΕΝΕΚΕΝΙΣΘΗ Ω ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΕΙΣ ΤΑ 1815.

Σε μία δεύτερη ανάγλυφη πλάκα με παρόμοια θεματογραφία πάνω από τη νότια θύρα της επέκτασης, υπάρχουν οι επιγραφές: Ο ΑΓΗΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ και ΜΑΣΤΡΟ ΦΡΑΓΓΟΥΛΗ ΒΩΛΙΣΙΑΝΟΣ ΚΕ ΠΕΤΡΟΣ.

Οι σφαγές στη Χίο, τη μοιραία για το νησί χρονιά του 1822 από τους Οθωνανούς, άφησαν τη σφραγίδα τους και στον ναό του Αγίου Γεωργίου. Οι Οθωμανοί καταδιώκοντας τον επαναστάτη από τη Σάμο Λυκούργο Λογοθέτη, που είχε καταφύγει στο χωριό μαζί με τους συντρόφους του στην προσπάθειά του να εγκαταλείψει τη Χίο, κατέκαψαν τον οικισμό. Η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου πυρπολήθηκε, όπως μαθαίνουμε από έγγραφο του 1848, που υπογράφει ο Μητροπολίτης Χίου Σωφρόνιος.

Το έγγραφο αναφέρεται στην ανακαίνιση του κτηρίου, η οποία έγινε με έξοδα των κατοίκων του χωριού. Στο πλαίσιο των εργασιών ανακαίνισης κατασκευάσθηκε το ξυλόγλυπτο τέμπλο, που υψώνεται επιβλητικό στο βυζαντινό τμήμα του ναού και φέρει την επιγραφή: 1836 ΙΟΥΝΙΟΥ ΠΡΩΤΙ (εικ. 5). Η δεύτερη για το νησί καταστροφή που συνέβη από τον καταστροφικό σεισμό του 1881, έπληξε την εκκλησία, κατεδαφίζοντας το άνω τμήμα του τρούλου του, όπως έδειξαν οι εργασίες της επισκευής του τη διετία 2012-2013.

Τον 20ο αιώνα, το παλαιό κτήριο της άλλοτε Τράπεζας του μοναστηριού, χρησιμοποιήθηκε ως σχολείο για να μετατραπεί στις μέρες μας σε ενοριακή αίθουσα. Εργασίες στους νεώτερους χρόνους έγιναν και στο περιβάλλοντα χώρο του ναού, όπως μαρτυρούν οι χρονολογίες 1934 και 1960 στα βοτσαλωτά δάπεδα του αύλειου χώρου.











made with in Chios